λαθίφθογγος

λαθίφθογγος
λαθίφθογγος, ον (Α)
(ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι- (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ-φθογγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαθιφθόγγοιο — λαθίφθογγος robbing of voice masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”